- περιδιδυμίτιδα
- [-ίτις (ιδος)] η мед. перидидимит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιδιδυμίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περιδιδυμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perididymis< περι * + διδυμίς (< δίδυμος), πρβλ. επιδιδυμίτιδα] … Dictionary of Greek